ĥoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ĥoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĥoro | ĥoroj |
αιτιατική | ĥoron | ĥorojn |
ĥoro (eo)
- ο χορός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĥoro | ĥoroj |
αιτιατική | ĥoron | ĥorojn |
ĥoro (eo)