ĥimero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ĥimero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĥimero | ĥimeroj |
αιτιατική | ĥimeron | ĥimerojn |
ĥimero (eo)
- η χίμαιρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĥimero | ĥimeroj |
αιτιατική | ĥimeron | ĥimerojn |
ĥimero (eo)