ĝojo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝojo | ĝojoj |
αιτιατική | ĝojon | ĝojojn |
ĝojo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝojo | ĝojoj |
αιτιατική | ĝojon | ĝojojn |
ĝojo (eo)