ĝentlemano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /d͡ʒen.tleˈma.no/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝentlemano | ĝentlemanoj |
αιτιατική | ĝentlemanon | ĝentlemanojn |
ĝentlemano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝentlemano | ĝentlemanoj |
αιτιατική | ĝentlemanon | ĝentlemanojn |
ĝentlemano (eo)