ĉiujara
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉiujara | ĉiujaraj |
αιτιατική | ĉiujaran | ĉiujarajn |
ĉiujara (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉiujara | ĉiujaraj |
αιτιατική | ĉiujaran | ĉiujarajn |
ĉiujara (eo)