ĉevaltrinkejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉevaltrinkejo | ĉevaltrinkejoj |
αιτιατική | ĉevaltrinkejon | ĉevaltrinkejojn |
ĉevaltrinkejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉevaltrinkejo | ĉevaltrinkejoj |
αιτιατική | ĉevaltrinkejon | ĉevaltrinkejojn |
ĉevaltrinkejo (eo)