ĉefaktoro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉefaktoro | ĉefaktoroj |
αιτιατική | ĉefaktoron | ĉefaktorojn |
ĉefaktoro (eo)
- ο πρωταγωνιστής, ο κύριος ηθοποιός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉefaktoro | ĉefaktoroj |
αιτιατική | ĉefaktoron | ĉefaktorojn |
ĉefaktoro (eo)