ĉaso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉaso | ĉasoj |
αιτιατική | ĉason | ĉasojn |
ĉaso (eo)
- το κυνήγι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉaso | ĉasoj |
αιτιατική | ĉason | ĉasojn |
ĉaso (eo)