ĉapelistino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉapelistino | ĉapelistinoj |
αιτιατική | ĉapelistinon | ĉapelistinojn |
ĉapelistino (eo)
- η μοδίστρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉapelistino | ĉapelistinoj |
αιτιατική | ĉapelistinon | ĉapelistinojn |
ĉapelistino (eo)