évent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
évent | évents |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαévent (fr) αρσενικό
- αναπνευστική οπή ενός κήτους, στο πάνω μέρος του κεφαλιού του
- σωλήνας που επιτρέπει την εξαγωγή των αερίων ενός κινητήρα, μιας δεξαμενής, κ.α.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη éventer