ενικός         πληθυντικός  
évent évents

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

évent (fr) αρσενικό

  1. αναπνευστική οπή ενός κήτους, στο πάνω μέρος του κεφαλιού του
  2. σωλήνας που επιτρέπει την εξαγωγή των αερίων ενός κινητήρα, μιας δεξαμενής, κ.α.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη éventer