Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό évacuateur évacuateurs
θηλυκό évacuatrice évacuatrices

évacuateur (fr)

  1. (για ύδατα) εκκενωτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
évacuateur évacuateurs

évacuateur (fr) αρσενικό

  1. σύστημα εκκένωσης των υδάτων ενός φράγματος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη évacuer