évacuateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | évacuateur | évacuateurs |
θηλυκό | évacuatrice | évacuatrices |
évacuateur (fr)
- (για ύδατα) εκκενωτικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
évacuateur | évacuateurs |
évacuateur (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη évacuer