équilibreur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | équilibreur | équilibreurs |
θηλυκό | équilibreuse | équilibreuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαéquilibreur (fr)
- που προκαλεί ή διατηρεί την ισορροπία
- μηχανισμός ενός αεροπλάνου που διατηρεί την ευθύγραμμη πορεία του σκάφους, χωρίς αυξομείωση του υψόμετρου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη équilibre