γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό équilibreur équilibreurs
θηλυκό équilibreuse équilibreuses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

équilibreur (fr)

  1. που προκαλεί ή διατηρεί την ισορροπία
  2. μηχανισμός ενός αεροπλάνου που διατηρεί την ευθύγραμμη πορεία του σκάφους, χωρίς αυξομείωση του υψόμετρου

Συγγενικά

επεξεργασία