Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kɔʁ.ne/

écorner (fr) (μεταβατικό)

  1. αφαιρώ τα κέρατα
  2. χαλάω / τσαλακώνω τις γωνίες ενός πράγματος
    les pages de son livre sont écornées - οι σελίδες του βιβλίου του είναι τσαλακωμένες
  3. (αργκό) υποχρεώνω

Συνώνυμα

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  forcer