Ετυμολογία

επεξεργασία
écorcheur < écorcher

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /;;;/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
écorcheur écorcheurs

écorcheur (fr) αρσενικό

  1. αυτός που γδέρνει τα ζώα στο σφαγείο
  2. (μεταφορικά) ο κλέφτης

Συγγενικά

επεξεργασία