écorcheur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- écorcheur < écorcher
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
écorcheur | écorcheurs |
écorcheur (fr) αρσενικό
- αυτός που γδέρνει τα ζώα στο σφαγείο
- (μεταφορικά) ο κλέφτης