Ετυμολογία

επεξεργασία
écorchement < écorcher

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /;;;/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
écorchement écorchements

écorchement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία