Ετυμολογία

επεξεργασία
écorché < écorcher

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /;;;/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
écorché écorchés

écorché (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που έχει γδαρθεί

écorché (fr) αρσενικό

  1. η προτομή ανθρώπου ή ζώου που χρησιμοποιείται ως πρότυπο για το σχέδιο των φοιτητών καλών τεχνών
  2. σχέδιο του εσωτερικού μιας μηχανής ή εγκατάστασης (χωρίς δηλαδή την εξωτερική τους επιφάνεια)
    → δείτε τη λέξη  éclaté

Συγγενικά

επεξεργασία