éclusier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éclusier | éclusiers |
θηλυκό | éclusière | éclusières |
Ουσιαστικό επεξεργασία
éclusier (fr)
- φύλακας και χειριστής ενός υδατοφράκτη
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη écluse
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éclusier | éclusiers |
θηλυκό | éclusière | éclusières |
éclusier (fr)