ήχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ήχος | οι | ήχοι |
γενική | του | ήχου | των | ήχων |
αιτιατική | τον | ήχο | τους | ήχους |
κλητική | ήχε | ήχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ήχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἦχος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ή‐χος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ήχος αρσενικό
- ό,τι αντιλαμβάνονται οι ζωντανοί οργανισμοί με την αίσθηση της ακοής
- (βυζαντινή μουσική) ο καθένας από τους οκτώ τρόπους της βυζαντινής μουσικής
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
ηχ-
ηχ-
Σύνθετα επεξεργασία
- ηχο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ηχο- στο Βικιλεξικό
- -ηχο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ηχο στο Βικιλεξικό
- -ηχος & επιρρήματα -ηχα Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ηχος στο Βικιλεξικό
και
- αντηχείο
- αντήχημα
- αντήχηση
- αντηχητικά
- αντηχητικός
- απηχητικός
- αντηχητικότητα
- αντήχισμα
- αντηχώ
- απήχηση
- απηχώ
- αποηχηροποιήση
- δυσηχώ
- ενήχηση
- ηχηροποίηση
- ηχηροποιώ
- κατηχώ & συγγενικά
- ξεήχισμα
- οκτωήχι
- οκτωηχία
- οκτώηχος
- ομοηχία
- παρήχηση
- παρηχητικά
- παρηχητικός
- παρηχώ
- περιήχηση
- πρωτοήχητος
- συνήχηση
- συνηχώ
- υπερηχητικά
- υπερηχητικός
- υπήχημα
- λήγουν σε -ηχος, λήγουν σε -ηχο, λήγουν σε -ηχα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ήχος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ήχος (για την ακοή)
|
βυζαντινός τρόπος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ήχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας