Δείτε επίσης: ἦχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ήχος οι ήχοι
      γενική του ήχου των ήχων
    αιτιατική τον ήχο τους ήχους
     κλητική ήχε ήχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ήχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἦχος [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ή‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ήχος αρσενικό

  1. ό,τι αντιλαμβάνονται οι ζωντανοί οργανισμοί με την αίσθηση της ακοής
    Οι δονήσεις που προκαλούνται σε φυσικά σώματα μεταφέρονται με διαδοχικά πυκνώματα και αραιώματα του αέρα ή άλλων υλικών στο αυτί και, εφόσον έχουν την κατάλληλη ένταση και συχνότητα, γίνονται αντιληπτές από τον εγκέφαλο ως ήχοι.
  2. (βυζαντινή μουσική) ο καθένας από τους οκτώ τρόπους της βυζαντινής μουσικής

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
ηχ- 

Σύνθετα επεξεργασία

και

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία