Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συχνότητα οι συχνότητες
      γενική της συχνότητας των συχνοτήτων
    αιτιατική τη συχνότητα τις συχνότητες
     κλητική συχνότητα συχνότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συχνότητα < συχνός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συχνότητα θηλυκό

  • ο αριθμός των εμφανίσεων ενός γεγονότος σε ένα χρονικό διάστημα
  • (κυματική) ο αριθμός των κορυφών ενός κύματος που διέρχονται από ένα ορισμένο σημείο στη μονάδα του χρόνου

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  συχνός

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία