δομόφερτος ήχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δομόφερτος ήχος < δομόφερτος + ήχος
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
δομόφερτος ήχος αρσενικό
- (κτιριακή ακουστική) στερεόφερτος ήχος που διαδίδεται μέσω της στερεάς δομής μιας κτιριακής κατασκευής
Μεταφράσεις επεξεργασία
δομόφερτος ήχος