Δείτε επίσης: Κατηγορία: Αγγλική γλώσσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αγγλικά
      γενική των αγγλικών
    αιτιατική τα αγγλικά
     κλητική αγγλικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγλικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγλικός στον πληθυντικό

 
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aŋ.ɡliˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γλι‐κά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγγλικά ουδέτερο πληθυντικός

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

αγγλικά και αγγλιστί

  1. αγγλόγλωσσα, αγγλόφωνα, χρησιμοποιώντας την αγγλική γλώσσα
  2. παρόμοια με τους Άγγλους, αγγλότροπα, αγγλοτρόπως
  3. (εσφαλμένα) βρετανικά

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αγγλικά