Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερεόφερτος ήχος < στερεόφερτος & ήχος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

στερεόφερτος ήχος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία