ηχείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηχείο | τα | ηχεία |
γενική | του | ηχείου | των | ηχείων |
αιτιατική | το | ηχείο | τα | ηχεία |
κλητική | ηχείο | ηχεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηχείο < ελληνιστική ἠχεῖον < αρχαία ελληνική ἦχος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηχείο ουδέτερο
- η ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή που μεταδίδει ή ενισχύει τον ήχο
- το κοίλο μέρος που έχουν τα έγχορδα μουσικά όργανα και στο οποίο παράγεται ο ήχος τους
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ηχείο στη Βικιπαίδεια