Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηχείο τα ηχεία
      γενική του ηχείου των ηχείων
    αιτιατική το ηχείο τα ηχεία
     κλητική ηχείο ηχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηχείο < ελληνιστική ἠχεῖον < αρχαία ελληνική ἦχος
Η σημερινή σημασία αποδίδει την αγγλική resonator

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈçi.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηχείο ουδέτερο

  1. η ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή που μεταδίδει ή ενισχύει τον ήχο
  2. το κοίλο μέρος που έχουν τα έγχορδα μουσικά όργανα και στο οποίο παράγεται ο ήχος τους

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία