αντηχείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντηχείο | τα | αντηχεία |
γενική | του | αντηχείου | των | αντηχείων |
αιτιατική | το | αντηχείο | τα | αντηχεία |
κλητική | αντηχείο | αντηχεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντηχείο < (καθαρεύουσα) ἀντηχεῖον, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική resonator.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αντηχ(ώ) + -είο, μορφολογικά, αντ-ηχείο,
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.diˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντη‐χεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντηχείο ουδέτερο
- (φυσική, μουσική) το ηχείο, ειδική ακουστική διάταξη ή κατασκευή που ενισχύει τον ήχο (ενός μουσικού οργάνου, μιας αίθουσας κ.λπ.), επιτυγχάνοντας συντονισμό των τοιχωμάτων και του αέρα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις αντηχώ και ηχώ
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αντηχείο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντηχείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αντηχείο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας