ομοηχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομοηχία | οι | ομοηχίες |
γενική | της | ομοηχίας | των | ομοηχιών |
αιτιατική | την | ομοηχία | τις | ομοηχίες |
κλητική | ομοηχία | ομοηχίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοηχία < ομόηχος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική homophonie[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομοηχία θηλυκό
- (γραμματική) το να είναι κάποιος ή κάτι ομόηχο(ς), η ιδιότητα του ομόηχου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομοηχία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ομοηχία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)