Ετυμολογία

επεξεργασία

znak < πρωτοσλαβική znakъ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /znak/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

znak (pl) αρσενικό

  1. το σήμα:
    • κάποια πινακίδα ή κάποιο γνωστό σχέδιο
    • κάποιος ήχος ή χειρονομία που έχουμε προηγουμένως συμφωνήσει
  2. (γραμματική) το σημείο
  3. (μαθηματικά) το πρόσημο

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία