Ετυμολογία

επεξεργασία
znaczek < υποκοριστικό του znak

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈznat͡ʃ̑ɛk/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

znaczek (pl) αρσενικό

  1. υποκοριστικό του znak
  2. γραμματόσημο