zigzago
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zigzago | zigzagoj |
αιτιατική | zigzagon | zigzagojn |
zigzago (eo)
- το ζιγκ-ζάγκ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zigzago | zigzagoj |
αιτιατική | zigzagon | zigzagojn |
zigzago (eo)