zeno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zeno | zenoj |
αιτιατική | zenon | zenojn |
zeno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zeno | zenoj |
αιτιατική | zenon | zenojn |
zeno (eo)