zelandano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zelandano | zelandanoj |
αιτιατική | zelandanon | zelandanojn |
zelandano (eo)
- ο Ζηλανδός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zelandano | zelandanoj |
αιτιατική | zelandanon | zelandanojn |
zelandano (eo)