Ιταλικά (it) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
zanzara zanzare

  Ετυμολογία επεξεργασία

  Ετυμολογία < λατινική zinzala, που προέρχεται από το ρήμα zinzi

  Ουσιαστικό επεξεργασία

zanzara (it)