zambiano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- zambiano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zambiano | zambianoj |
αιτιατική | zambianon | zambianojn |
zambiano (eo)
- ο υπήκοος της Ζάμπια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zambiano | zambianoj |
αιτιατική | zambianon | zambianojn |
zambiano (eo)