workplace
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
workplace | workplaces |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈwɜːk.pleɪs/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈwɝːk.pleɪs/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : work‐place
Ουσιαστικό
επεξεργασίαworkplace (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- workplace - Cambridge Dictionary online