working girl
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
working girl | working girls |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαworking girl (en)
- (επάγγελμα, ευφημισμός) η πόρνη
- (κυριολεκτικά, παρωχημένο) εργαζόμενο κορίτσι, εργαζόμενη κοπέλα
ενικός | πληθυντικός |
working girl | working girls |
working girl (en)