wisely
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | wisely |
συγκριτικός | more wisely |
υπερθετικός | most wisely |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
wisely (en)
παραθετικά | |
θετικός | wisely |
συγκριτικός | more wisely |
υπερθετικός | most wisely |
wisely (en)