Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός willfully
συγκριτικός more willfully
υπερθετικός most willfully

  Ετυμολογία επεξεργασία

willfully < willful + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

willfully (en) (κακόσημο)