willfully
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | willfully |
συγκριτικός | more willfully |
υπερθετικός | most willfully |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασία- αμερικανική γραφή του wilfully
- ⮡ They’re willfully ignoring the reality.
- Αγνοούν ηθελημένα την πραγματικότητα.
- ⮡ They’re willfully ignoring the reality.