whinchat
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
whinchat | whinchats |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαwhinchat (en)
- (πτηνό) ο καστανολαίμης
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- whinchat - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.