ενικός         πληθυντικός  
whinchat whinchats
 
Wikipedia logo
Η en.Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

  Ετυμολογία

επεξεργασία
whinchat < whin + chat. (μαρτυρείται από το 1678)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

whinchat (en)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. whinchat - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)