when it comes to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαwhen it comes to (en)
- (ιδιωματισμός) όταν πρόκειται να, που αφορά ένα θέμα κάτι
- ⮡ When it comes to helping, he says that…
- Όταν πρόκειται να βοηθήσει λέει ότι…
- ⮡ When it comes to helping, he says that…