Πολωνικά (pl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /vaˈrũnɛk/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

warunek (pl) αρσενικό

  1. η προϋπόθεση
  2. (μαθηματικά) η συνθήκη
  3. (στον πληθυντικό) οι συνθήκες, οι καταστάσεις
  4. (φοιτητική αργκό) η βάση

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

ΧρήσηΕπεξεργασία