vulpido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vulpido | vulpidoj |
αιτιατική | vulpidon | vulpidojn |
vulpido (eo)
- η μικρή αλεπού
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vulpido | vulpidoj |
αιτιατική | vulpidon | vulpidojn |
vulpido (eo)