vualo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vualo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vualo | vualoj |
αιτιατική | vualon | vualojn |
vualo (eo)
- το βέλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vualo | vualoj |
αιτιατική | vualon | vualojn |
vualo (eo)