volontulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | volontulo | volontuloj |
αιτιατική | volontulon | volontulojn |
volontulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | volontulo | volontuloj |
αιτιατική | volontulon | volontulojn |
volontulo (eo)