volontariste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- volontariste < volontarisme
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɔ.lɔ̃.ta.ʁist/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
volontariste | volontaristes |
volontariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που κηρύσσει τον βολονταρισμό, τη βουλησιαρχία
- που διακατέχεται από τη βουλησιαρχία