volailleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- volailleur < volaille
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | volailleur | volailleurs |
θηλυκό | volailleuse | volailleuses |
volailleur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | volailleur | volailleurs |
θηλυκό | volailleuse | volailleuses |
volailleur (fr)