voisinade
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vwa.zi.nad/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
voisinade | voisinades |
voisinade (fr) θηλυκό
- συγκέντρωση ανθρώπων που κατοικούν στην ίδια συνοικία, πολυκατοικία, κ.α.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη voisin