vlog
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vlog | vlogs |
Ετυμολογία
επεξεργασία- vlog < συμφυρμός των video + blog[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvlog (en)
- (διαδίκτυο) μπλογκ το οποίο χρησιμοποιεί βίντεο ως κύρια μορφή αναπαράστασης