vizito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vizito | vizitoj |
αιτιατική | viziton | vizitojn |
vizito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vizito | vizitoj |
αιτιατική | viziton | vizitojn |
vizito (eo)