vindo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vindo | vindoj |
αιτιατική | vindon | vindojn |
vindo (eo)
- το σπάργανο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vindo | vindoj |
αιτιατική | vindon | vindojn |
vindo (eo)