villager
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
villager | villagers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvillager (en)
- ο χωριάτης, η χωριάτισσα, ο χωρικός η χωρική, που κατοικεί σε χωριό
- ⮡ The villagers kept the cured pork in clay pots.
- Οι χωρικοί διατηρούσαν το αλατισμένο χοιρινό σε πήλινα δοχεία.
- ⮡ The villagers kept the cured pork in clay pots.