vikingo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vikingo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vikingo | vikingoj |
αιτιατική | vikingon | vikingojn |
vikingo (eo)
- ο Βίκινγκ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vikingo | vikingoj |
αιτιατική | vikingon | vikingojn |
vikingo (eo)